- ρυππαπαί
- και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α1. ναυτικό παρακέλευσμα κατά τη διάρκεια κωπηλασίας αντίστοιχο προς το ωόπ ή το χοπ («οὐκ ἠπίσταντ' ἀλλ' ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ εἰπεῑν», Αριστοφ.)2. (με αρθρ. ως ουσ.) τὸ ῥυππαπαῑτο πλήρωμα πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνητή / επιφωνηματική λ. που χρησίμευε στον συντονισμό τών κωπηλατών και χρησιμοποιήθηκε και ως ουσιαστικό (πρβλ. ἱππαπαί)].
Dictionary of Greek. 2013.